αντιφατικός

αντιφατικός
-ή, -ό (Α ἀντιφατικός, -ή, -όν) [αντιφάσκω]
1. αυτός που περιέχει αντίφαση
2. «αντιφατικές προτάσεις» — δύο κατηγορικές προτάσεις οι οποίες μολονότι σχηματίζονται από τους ίδιους όρους αντίκεινται θεμελιωδώς η μία προς την άλλη
νεοελλ.
(για ανθρώπους) αυτός που μιλάει με αντιφάσεις ή που οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀντιφατικός — contradictory masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιφατικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει μέσα του αντίφαση: Δύο έννοιες λέγονται αντιφατικές όταν η μία αποκλείει την άλλη (π.χ. άνθρωπος όχι άνθρωπος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀντιφατικῶν — ἀντιφατικός contradictory fem gen pl ἀντιφατικός contradictory masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικόν — ἀντιφατικός contradictory masc acc sg ἀντιφατικός contradictory neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικαί — ἀντιφατικός contradictory fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοῖς — ἀντιφατικός contradictory masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοί — ἀντιφατικός contradictory masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικοῦ — ἀντιφατικός contradictory masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικῆς — ἀντιφατικός contradictory fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντιφατικῇ — ἀντιφατικός contradictory fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”